του Βασίλη Βιλιάρδου
Η (πρώτη) αναδιάρθρωση της Ελλάδας, οι αγωγές των ιδιωτών αποταμιευτών, οι διαγραφές χρεών της Ρωσίας, της Ουκρανίας, του Πακιστάν, του Ισημερινού, της Αργεντινής και της Ουρουγουάης, το ευρώ, καθώς επίσης η ελπίδα μας για το μέλλον
Η (πρώτη) αναδιάρθρωση της Ελλάδας, οι αγωγές των ιδιωτών αποταμιευτών, οι διαγραφές χρεών της Ρωσίας, της Ουκρανίας, του Πακιστάν, του Ισημερινού, της Αργεντινής και της Ουρουγουάης, το ευρώ, καθώς επίσης η ελπίδα μας για το μέλλον
“Ο προϋπολογισμός θα πρέπει ξανά να ισοσκελισθεί, τα ταμεία του κράτους θα πρέπει να γεμίσουν, το δημόσιο χρέος οφείλει να μειωθεί, ενώ η αλαζονεία των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να περιορισθεί και να ελεγχθεί – εάν επιθυμούμε να μην χρεοκοπήσει η Ρώμη” (Μάρκος Τύλλιος Κικέρων, 106-43 πχ).
“Η μοναδική μας προστασία απέναντι στις τοκογλυφικές αγορές και τα πολυεθνικά μονοπώλια είναι η Πολιτική. Η μοναδική μας προστασία απέναντι στους πολιτικούς είναι οι ενεργοί, υπεύθυνοι και σωστά ενημερωμένοι Πολίτες - οι οποίοι ψηφίζουν οι ίδιοι τους νόμους, ελέγχουν το δημόσιο και καθορίζουν την κυβερνητική Πολιτική, με την εγκαθίδρυση της άμεσης Δημοκρατίας. Άλλωστε, «η εμπιστοσύνη είναι καλή, αλλά ο έλεγχος ακόμη καλύτερος» (2012 μχ)”.
Ανάλυση
Αυτό που ουσιαστικά διαφοροποιεί μία μεγάλη οικονομική κρίση, όπως αυτές της Βραζιλίας, της Τουρκίας κλπ., από τη χρεοκοπία κάποιας χώρας, δεν είναι άλλο από την αναδιάρθρωση χρεών, η οποία συχνά την ακολουθεί. Δηλαδή, αυτού καθαυτού η εισβολή του ΔΝΤ σε ένα κράτος, με όλα όσα δεινά τη συνοδεύουν (υποταγή στο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού,«καταστολή» του κοινωνικού κράτους, λεηλασία του δημοσίου και ιδιωτικού πλούτου για την εξόφληση των κρατικών οφειλών, καταστροφή της μεσαίας τάξης, καταδίκη στη χρεοκοπία χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, εξαθλίωση των μαζών κλπ.), δεν είναι συνώνυμη με την πτώχευση – ενώ η διαγραφή οφειλών χαρακτηρίζει την επίσημη χρεοκοπία, όπου φυσικά δεν πτωχεύει το κράτος, αλλά οι Πολίτες του (αφού αυτοί καλούνται να αποπληρώσουν το δημόσιο χρέος, μέσω της μείωσης των μισθών, του περιορισμού των συντάξεων, της επιβολής ειδικών φόρων, της κατάρρευσης των κοινωνικών παροχών κλπ.).
Στα πλαίσια αυτά, η πρόσφατη εγκληματική συμφωνία διαγραφής (PSI), η οποία υπεγράφη από το μεγαλύτερο μέρος των βουλευτών της χώρας μας, αφενός μεν επισημοποίησε τη χρεοκοπία της, αφετέρου δεν έλυσε τα βασικά οικονομικά της προβλήματα – αφού το δημόσιο χρέος, παρά το μέγεθος της μείωσης του, συνεχίζει να μην είναι βιώσιμο, αν και οι λύσεις ήταν πανεύκολες. Η βασική αιτία είναι το ότι τα «μέτρα» (μνημόνια), τα οποία επιβλήθηκαν, ενδυναμώνουν συνεχώς την ύφεση στην Ελλάδα – ενώ χωρίς ανάπτυξη είναι αδύνατον να οδηγηθούμε στην έξοδο από την κρίση(γεγονός που επιβεβαιώνουν και οι αγορές, αφού τα spreads ανεβαίνουν ξανά, ξεπερνώντας τις 1.800 μ.β.).
Η ανάπτυξη απαιτεί «τόνωση» της αγοραστικής δύναμης, εσωτερική κατανάλωση, εξαγωγές, περιορισμό των φόρων και επενδύσεις – προϋποθέσεις οι οποίες δεν υφίστανται σε μία χώρα, η οποία έχει χρεοκοπήσει, υπογράφοντας τη θανατική καταδίκη της. Εκτός αυτού, για τη διενέργεια επενδύσεων δεν είναι απαραίτητη μόνο η χρηματοδότηση τους – αλλά, επίσης, η δημιουργία νέων επενδυτικών ευκαιριών, ένα σωστό επιχειρηματικό πλαίσιο, μία σταθερή φορολογική νομοθεσία και ένα Κράτος Δικαίου. Όταν όμως μία χώρα βιώνει συνθήκες χρεοκοπίας, ουσιαστικά χωρίς καμία μελλοντική προοπτική, είναι μάλλον αδύνατον να υιοθετήσει όλα τα παραπάνω – οπότε η ανάπτυξη παραμένει στη θεωρία.
Δυστυχώς για όλους μας, δεν επιδιώχθηκε η έντιμη συμπεριφορά απέναντι στους οφειλέτες της χώρας – η οποία θα ήταν η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των χρεών μας, με χαμηλά επιτόκια, χωρίς καμία διαγραφή και σε συνδυασμό με ένα πρόγραμμα «τύπου Marshall, για την επανεκκίνηση της οικονομίας μας. Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, ακόμη και αν δεχθούμε πως η ΕΚΤ θα ήταν αδύνατον να δανείσει απ’ ευθείας την Ελλάδα, θα μπορούσε προφανώς μέσω της Εθνικής Τράπεζας, για παράδειγμα, η οποία θα απαιτούσε επιτόκιο λίγο υψηλότερο από το 1% - με το οποίο δανειζόταν η ίδια από την ΕΚΤ.
Εάν σκεφθεί τώρα κανείς ότι, η ΕΚΤ διπλασίασε πρόσφατα την ποσότητα χρήματος στο 1 τρις €, δανείζοντας κυρίως τις ισπανικές και τις ιταλικές τράπεζες (παρέχοντας για πρώτη φορά τριετή χρόνο αποπληρωμής), έτσι ώστε να αγοράζουν τα ομόλογα του δημοσίου των χωρών τους, θα κατανοήσει το πόσο ανέντιμα αντιμετωπίστηκε η Ελλάδα – στην οποία δεν δόθηκε καν αυτή η ευκαιρία. Στον Πίνακα Ι αναγράφονται τα δάνεια τριετούς διάρκειας (tender), τα οποία έλαβαν από την ΕΚΤ οι παραπάνω τράπεζες, αλλά και άλλες μεγάλες της ΕΕ:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Ειδικά δάνεια ορισμένων ευρωπαϊκών τραπεζών, σε δις €
Χώρα
|
Δεκέμβριος 2011
|
Φεβρουάριος 2012
|
Ισπανία*
|
67,0
|
65,6
|
Ιταλία**
|
48,5
|
54,0
|
Γαλλία
|
20,0
|
8,0
|
Βέλγιο (KBC, Dexia)
|
23,3
|
15,4
|
Γερμανία ***(Commerzbank)
|
10,0
|
7,5
|
Αυστρία (Erste bank)
|
3,0
|
1,1
|
Μ. Βρετανία****
|
10,5
|
16,3
|
Νορβηγία
|
2,0
|
1,1
|
Πηγή: Morgan Stanley Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
* Οι ισπανικές τράπεζες έχουν κόκκινα δάνεια, από την κρίση των ενυπόθηκων χαμηλής εξασφάλισης, ύψους άνω των 136 δις € - με αποτέλεσμα να μην μπορούν να δανεισθούν από άλλα ιδρύματα, εκτός από την ΕΚΤ.
** Μόνο η Indesa Sanpaolo έλαβε 12 δις € το Δεκέμβρη και 24 δις € το Φεβρουάριο, μετά τις τεράστιες ζημίες στον Ισολογισμό της. Για όλες τις υπόλοιπες τα ποσά είναι υπολογισμένα συντηρητικά, αφού δεν δημοσιεύονται με διαφάνεια από πολλές ιταλικές τράπεζες. Το συνολικό ποσόν δανεισμού που χρειάζεται το Ιταλικό κράτος για το 2012 υπολογίζεται στα 400 δις €. Η ώρα της αλήθειας πλησιάζει λοιπόν για την Ιταλία.
*** Η Deutsche Bank έλαβε επίσης χρήματα, αλλά δεν αποκαλύπτει το ποσόν.
**** Τόσο η Μ. Βρετανία (RBS, Lloyd, HSBC), όσο και η Νορβηγία (DNB) έλαβαν δάνεια, μέσω των θυγατρικών τους στην Ευρωζώνη.
Περαιτέρω, εάν θεωρήσουμε ότι τελείωσε η κρίση στην Ευρωζώνη, παρατηρώντας τη συνεχή μείωση των επιτοκίων δανεισμού (spreads) σε πολλές χώρες (εκτός Ιρλανδίας και Πορτογαλίας), ίσως να μην αξιολογούμε σωστά όλα όσα συμβαίνουν «υπό την αιγίδα» της ΕΚΤ – η οποία έχει αυξήσει την ποσότητα του χρήματος (τύπωμα) πολύ περισσότερο, από όσο η Fed.
Κατά την άποψη πολλών, αυτό που σήμερα συμβαίνει δεν είναι άλλο από τη μετάθεση μίας επαυξημένης κρίσης στο εγγύς μέλλον – με την Ευρώπη να απειλείται, όσο ποτέ πριν, από τον υπερπληθωρισμό (μετά από 2-3 έτη), από τις μαζικές χρεοκοπίες πολλών κρατών, από την υπερβολική ανεργία, από την εξαθλίωση των μαζών, από τις κοινωνικές εξεγέρσεις, από την εγκληματικότητα, από τα διορισμένα «πολιτικά καθεστώτα» των αγορών και από τη διάλυση της.
ΟΙ ΑΓΩΓΕΣ ΤΩΝ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΤΩΝ
Συνεχίζοντας στο θέμα μας και ειδικά όσον αφορά εκείνους τους ιδιώτες, τους μη κερδοσκόπους ιδιοκτήτες Ελληνικών ομολόγων δηλαδή, οι οποίοι δεν συμφώνησαν με τη διαγραφή χρέους και εξαναγκάσθηκαν μέσα από την ενεργοποίηση των ρητρών (CAC’s), η αυθαιρεσία της χώρας μας είναι εντελώς απαράδεκτη. Οι πρωτοβουλίες λοιπόν, οι οποίες σημειώνονται σήμερα σε διάφορα κράτη, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, δεν μπορούν να θεωρηθούν αδικαιολόγητες – ενώ θα ολοκληρωθούν με την κατάθεση μαζικών αγωγών αποζημίωσης, εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου ή/και των τραπεζών, οι οποίες τυχόν προώθησαν την πώληση ομολόγων, χωρίς να ενημερώσουν σωστά τους πελάτες τους.
Όπως αναφέρουν οι Γερμανοί δικηγόροι, οι οποίοι έχουν αναλάβει την υπεράσπιση ενός μεγάλου αριθμού ιδιωτών-επενδυτών, έκαστου με ομόλογα αξίας από 10.000 € έως και 3.000.000 €, ένας σημαντικό μέρος τους (το 35% περίπου του συνόλου) δεν είχε ενημερωθεί σωστά από τις τράπεζες – αφού αυτές ήταν υποχρεωμένες να πληροφορούν τους πελάτες τους για τους κινδύνους των ομολόγων επειδή, μετά τη χρεοκοπία της Αργεντινής, γνώριζαν ότι, οι επενδύσεις σε ομόλογα δημοσίου δεν ήταν πλέον απολύτως ασφαλείς. Η ενοχή των τραπεζών όσον αφορά τουλάχιστον τις επενδυτικές συμβουλές, είναι μάλλον δεδομένη – γεγονός που κατέδειξε η αγωγή μίας γερμανικής πόλης (Pforzheim), εναντίον της JP Morgan.
Εάν φυσικά δεν τεκμηριώνεται η ενοχή των τραπεζών, κάτι που αφορά ειδικά όλους όσους αγόρασαν ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου μετά την εισβολή του ΔΝΤ, τότε δεν ενδείκνυται η αγωγή εναντίον της τράπεζας, αλλά εναντίον του Δημοσίου. Πάντοτε κατά τους Γερμανούς δικηγόρους, η διαγραφή των οφειλών αυτών οι οποίοι δεν υπέγραψαν τα συμφωνία,είναι παράνομη – αφού πρόκειται για δήμευση περιουσιακών στοιχείων.
Εκτός αυτού, μεταξύ της Γερμανίας και της Ελλάδας υπάρχει μία υπογεγραμμένη δέσμευση προστασίας των επενδύσεων – μία σύμβαση δηλαδή, η οποία προστατεύει τους Γερμανούς από τυχόν πολιτικά ρίσκα στην Ελλάδα. Την ίδια θέση υιοθετούν και τα Hedge Funds, τα οποία δεν συμμετείχαν στη διαγραφή ή/και έχουν στην ιδιοκτησία τους ομόλογα αγγλικού Δικαίου – ενώ διαθέτουν αρκετά μεγάλη εμπειρία, καθώς επίσης επιτυχίες σε ανάλογες δικαστικές διαμάχες με κράτη.
Ειδικά όσον αφορά τα Hedge Funds (στα οποία δόθηκε ήδη αναβολή, αφού προφανώς συνεχίζουν να μη συμφωνούν), η στρατηγική που έχουν ακολουθήσει είναι απλούστατη – ενώ φαίνεται ότι πολύ δύσκολα θα αποτύχει. Έχοντας τοποθετηθεί μόνο σε ομόλογα αγγλικού δικαίου (αποτελούσαν το 10% περίπου των συνολικών οφειλών μας απέναντι στους ιδιώτες, ήτοι περί τα 20 δις €) και γνωρίζοντας ότι, η ενεργοποίηση των CAC’s απαιτεί τη συμφωνία του 75%, αγόρασαν περισσότερα από τα 5 δις € (άνω του 25%), σε χαμηλές τιμές, εξασφαλίζοντας έτσι τη μη ενεργοποίηση των ρητρών. Θα απαιτήσουν λοιπόν να λάβουν το 100% της αξίας τους, χωρίς διαγραφή – ένα ενδεχόμενο, το οποίοι είναι πιθανόν να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις (ακριβώς για το λόγο αυτό, εμείς τουλάχιστον δεν θεωρούμε πως έχει κλείσει το θέμα PSI).
Περαιτέρω, οι αγωγές είναι δυνατόν να κατατεθούν στην Ελλάδα, στη Μ. Βρετανία και στις Η.Π.Α. – όπου οι πιθανότητες επιτυχίας τους στην Ελλάδα αξιολογούνται ως πολύ μικρότερες, επειδή τα δικαστήρια δεν θεωρούνται επαρκώς ανεξάρτητα. Επειδή τώρα δεν επιτρέπεται να κατατεθούν στη Γερμανία, οι δικηγόροι συμβουλεύουν τους πελάτες τους να προσφύγουν στα αμερικανικά δικαστήρια (Washington), όπου όμως είναι απαραίτητες οι μαζικές αγωγές (class actions).
Για την αξιολόγηση, για την οργάνωση, καθώς επίσης για την προώθηση στις Η.Π.Α. οι δικηγόροι αμείβονται το ελάχιστο με 100 € - ενώ ενδεχομένως συμμετέχουν στην αμοιβή των Αμερικανών συναδέλφων τους, οι οποίοι χρεώνουν το 30% περίπου επί των συνολικών απαιτήσεων, αλλά μόνο στην περίπτωση επιτυχίας.
Ο αναμενόμενος χρόνος απόφασης υπολογίζεται από 6 έως 9 μήνες, ενώ οι πιθανότητες επιτυχίας είναι αρκετά μεγάλες –αρκεί οι ενάγοντες να αποδείξουν ότι, η διαγραφή αποτελεί δήμευση, οφειλόμενη σε ένα πολιτικό γεγονός. Στην περίπτωση δε κατά την οποία τα αμερικανικά δικαστήρια θα αποφάσιζαν υπέρ των επενδυτών, θα μπορούσαν να κατατεθούν ασφαλιστικά μέτρα, καθώς επίσης να απαιτηθούν αποζημιώσεις – όπου η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της Ελλάδαςστο εξωτερικό (χρυσός, ακίνητα κλπ.), δεν θα ήταν δυνατόν να αποφευχθεί. Ας μην ξεχνάμε ότι, στην περίπτωση της Αργεντινής, οι κάτοχοι ενός ομολόγου κατάφεραν να κατασχέσουν ένα πολεμικό πλοίο της χώρας, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στο εξωτερικό.
Ανάλογες μαζικές αγωγές ετοιμάζονται και από Έλληνες αποταμιευτές, οι οποίοι έχουν αγοράσει ομόλογα του δημοσίου (υπολογίζονται από 2-4 δις €), ενισχύοντας ουσιαστικά την πατρίδα τους. Η θέση τους είναι ακόμη πιο δύσκολη, σε σχέση με τους ξένους, επειδή είναι εκ των πραγμάτων επιβαρυμένοι περισσότερο – λόγω της δεινής θέσης της χώρας τους η οποία, αφενός μεν μειώνει τις αμοιβές τους, αφετέρου όλα τα εισοδήματα τους λόγω ύφεσης, με την υιοθέτηση υψηλότερων φόρων, καθώς επίσης με τις έκτακτες εισφορές (χαράτσια) στην ιδιωτική τους ακίνητη περιουσία.
Η εξαίρεση τους λοιπόν από τη διαγραφή, όπως έχει συμβεί και σε άλλες χώρες, δεν αποτελεί μία απαράδεκτη, «επιλεκτική μεταχείριση», σε σχέση με τους ξένους. Εκτός αυτού, τόσο οι ιδιώτες-αποταμιευτές, όσο και τα ασφαλιστικά ταμεία, δεν έχουν τη δυνατότητα, όπως οι τράπεζες και οι θεσμικοί, να «αποσβέσουν» τις ζημίες τους.
Ειδικά όσον αφορά τις τράπεζες, η ζημία από τη διαγραφή μέρους της αξίας των ομολόγων θα μειώσει τα κέρδη τους, οπότε θα επιβαρυνθούν με λιγότερους φόρους (σε τελική ανάλυση βέβαια τα κράτη θα κληθούν να καλύψουν τις απώλειες, αφού θα εισπράξουν λιγότερους φόρους). Παράλληλα, η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής (νέα ομόλογα μεγαλύτερης διάρκειας) δεν αποτελεί πρόβλημα για αυτές – αφού θα εξασφαλίσουν πολλαπλάσια ρευστότητα, καταθέτοντας τα ως εγγύηση στην ΕΚΤ, σε αντίθεση με τους ιδιώτες, οι οποίοι φυσικά δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα.
Κλείνοντας, η προσφορά της Ελλάδας προς τους εγχώριους και ξένους ιδιώτες επενδυτές, η οποία έγινε αποδεκτή «εθελούσια» από το 85% περίπου του συνόλου είναι, έτσι όπως «μετεφράσθηκε» από τις γερμανικές τράπεζες, ανά παλαιό ομόλογο ονομαστικής αξίας 1.000 €, η εξής:
(α) 20 καινούργια ομόλογα της εκδότριας, του Ελληνικού δημοσίου δηλαδή, συνολικής αξίας 315 € (επομένως το 31,5%) και λήξης από τις 24 Φεβρουαρίου του 2023 και μετά.
(β) τα ονομαζόμενα “PSI Payment Notes”, ονομαστικής αξίας 150 € (15%) - τα μισά εκ των οποίων διάρκειας ενός έτους (7,5%), ενώ τα υπόλοιπα 75 € (7,5%) δύο ετών (πρόκειται για ομόλογα του ευρωπαϊκού μηχανισμού EFSF). Μέχρι εδώ συνολικά λοιπόν το 46,5% της ονομαστικής αξίας ή 465 € στα 1.000 € (διαγραφή του 53,5%).
(γ) Τα ονομαζόμενα “GDP-Linked-Notes”, ονομαστικής αξίας 315 € (ένα επόμενο 31,5%). Οι πληρωμές αυτών των αξιόγραφων εξαρτώνται από την εξέλιξη του ΑΕΠ της Ελλάδας (κάπου στη σελίδα 81 της επίσημης διακήρυξης των 179 περίπου σελίδων στα αγγλικά αναφέρεται ότι, δεν είναι σίγουρο πως θα πληρωθεί αυτό το ποσόν, το οποίο είναι συνδεδεμένο με την εξέλιξη του ΑΕΠ της Ελλάδας).
(δ) τα ονομαζόμενα “Accrued Interest Notes” – δηλαδή, υποσχετικές πληρωμής, στην παρούσα αξία των επιτοκίων λήξης (με επιτόκιο που ξεκινάει από το 3,6% και διαμορφώνεται τελικά, κατά μέσον όρο, γύρω στο 4,5%).
Αν και υποθέτουμε ότι, πολύ σύντομα θα ακολουθήσει η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, το Βέλγιο αλλά και άλλες χώρες της Ευρωζώνης (εάν βέβαια συνεχίσει να επιβάλλεται η ίδια πολιτική), η Ελλάδα είναι η πρώτη ανεπτυγμένη οικονομία, οι οποία χρεοκόπησε τις τελευταίες δεκαετίες – γεγονός που θα έχει πολύ δυσμενείς συνέπειες τόσο για την ίδια, όσο και γενικότερα για την αγορά ομολόγων.
ΧΡΕΟΚΟΠΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΙΣ ΔΙΕΘΝΩΣ
Μεταξύ των ετών 1998 και 2005 υπήρξαν πολλές οικονομικές κρίσεις στον πλανήτη – οι οποίες προκλήθηκαν κυρίως από το ξέσπασμα της ασιατικής (άρθρο μας). Εν τούτοις, δεν κατέληξαν όλες στη χρεοκοπία εκείνων των χωρών, οι οποίες αντιμετώπισαν οικονομικά προβλήματα – τα οποία ήταν συνήθως απόρροια των τραπεζικών καταρρεύσεων. Στον Πίνακα ΙΙ που ακολουθεί, αναφέρονται τα τρία πρώτα κράτη, τα οποία πτώχευσαν, αναδιαρθρώνοντας και διαγράφοντας παράλληλα μέρος των χρεών τους:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Αναδιαρθρώσεις χρέους Ρωσίας, Ουκρανίας και Πακιστάν, σε δις $, συμμετοχή πιστωτών, μέση διαγραφή και διακύμανση (με τη μέθοδο της παρούσης αξίας, «μετρητοίς»).
Δείκτες
|
Ρωσία
|
Ουκρανία
|
Πακιστάν*
|
ΑΕΠ ονομ. σε $ (2011 πρόγνωση)
|
1,88 τρις
|
162,9 δις
|
204,1 δις
|
Δημόσιο χρέος / ΑΕΠ (2011 πρόγνωση)
|
8,7%
|
44,8%
|
60,1%
|
Διαγραφή χρέους στο εσωτερικό
|
4,81
|
4,47
|
0,00
|
Διαγραφή χρέους στο εξωτερικό
|
33,89
|
3,29
|
6,51
|
Συνολικό ποσόν αναδιάρθρωσης
|
38,7
|
7,76
|
6,51
|
Συμμετοχή πιστωτών εσωτερικού
|
95%
|
84%
|
0,00
|
Συμμετοχή πιστωτών εξωτερικού
|
97%
|
95%
|
99%
|
Μέση διαγραφή χρέους στο εσωτερικό
|
45,0%
|
6,9%
|
0,00
|
Μέση διαγραφή χρέους στο εξωτερικό
|
53,9%
|
32,0%
|
30,9%
|
Διακύμανση διαγραφής εσωτερικού
|
40-55
|
5-9
|
0,00
|
Διακύμανση διαγραφής εξωτερικού
|
50-75
|
22-58
|
29-32
|
Πηγή: Sturzenegger/Zettelmeyer – World Factbook
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
* Το Πακιστάν δεν αναδιάρθρωσε καθόλου χρέη του εσωτερικού.
Για την καλύτερη κατανόηση του Πίνακα ΙΙ, στην αναδιάρθρωση του χρέους της Ρωσίας, συμμετείχαν οι δανειστές του εσωτερικού (τράπεζες, επιχειρήσεις, ιδιώτες) με 4,81 δις $ - όπου συμφώνησε το 95%, διαγράφηκε το 45% του χρέους και η διαγραφή κυμάνθηκε μεταξύ 40-55% (μέσος το 45%). Αντίστοιχα, αναδιαρθρώθηκαν χρέη του εξωτερικού ύψους 33,89 δις $- όπου συμφώνησε το 97% των πιστωτών, διαγράφηκε το 53,9% του χρέους και η διαγραφή διακυμάνθηκε μεταξύ 50-75%.
Για σύγκριση, στην Ελλάδα αναδιαρθρώθηκαν περίπου 200 δις € (264 δις $) διαγράφηκε το 53,5% (το 28,9% του συνολικού χρέους, περί τα 141 δις $), εκ των οποίων το περίπου 45% αφορούσε πιστωτές του εσωτερικού και το 55% πιστωτές του εξωτερικού. Για τους ιδιώτες-πιστωτές της η ζημία σε «παρούσες αξίες» είναι της τάξης του 75%, επειδή δεν συμμετείχαν οι «κρατικοί» δανειστές. Στον Πίνακα ΙΙΙ παρουσιάζονται τα επόμενα τρία κράτη, με τον ίδιο τρόπο:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Αναδιαρθρώσεις χρέους Ισημερινού (Ecuador), Αργεντινής και Ουρουγουάης σε δις $, συμμετοχή πιστωτών, μέση διαγραφή και διακύμανση (με τη μέθοδο της παρούσης αξίας, «μετρητοίς»).
Δείκτες
|
Ισημερινός
| ||
ΑΕΠ ονομ. σε $ (2011 πρόγνωση)
|
65,3 δις
|
435,2 δις
|
49,4 δις
|
Δημόσιο χρέος/ΑΕΠ (2011 πρόγ.)
|
25,5%
|
42,9%
|
49,2%
|
Διαγραφή χρέους στο εσωτερικό
|
0,00
|
121,9
|
1,62
|
Διαγραφή χρέους στο εξωτερικό
|
6,51
|
79,7
|
3,77
|
Συνολικό ποσόν αναδιάρθρωσης
|
6,51
|
201,6
|
5,39
|
Συμμετοχή πιστωτών εσωτερικού
|
0,00
|
65%
|
99%
|
Συμμετοχή πιστωτών εξωτερικού
|
98%
|
76%
|
90%
|
Μέση διαγραφή χρέους στο εσωτερικό
|
0,00
|
43,5%
|
23,3%
|
Μέση διαγραφή χρέους στο εξωτερικό
|
27,4%
|
72,9%
|
12,9%
|
Διακύμανση διαγραφής εσωτερικού
|
0,00
|
30-65
|
10-40
|
Διακύμανση διαγραφής εξωτερικού
|
19-47
|
64-82
|
5-20
|
Πηγή: Sturzenegger/Zettelmeyer
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Είναι προφανές ότι η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους σε απόλυτο μέγεθος έγινε από την Ελλάδα, αφού ξεπέρασε τα 260 δις $ - ακολουθούμενη από την Αργεντινή, με περίπου 200 δις $. Τέλος, η διαδικασία δεν ήταν η ίδια σε όλες τις χώρες, με σημαντικές πολλές φορές διαφορές μεταξύ τους, σε αρκετά σημεία. Ακολουθεί μία αναλυτικότερη παρουσία, η οποία όμως αφορά μόνο το θέμα της αναδιάρθρωσης και όχι τα υπόλοιπα.
Η ΡΩΣΙΑ
Μετά την ασιατική κρίση, η οποία επηρέασε την οικονομία της, η Ρωσία αποφάσισε να μην εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες (1998, 1999) οφειλές της, απέναντι στους πιστωτές του εσωτερικού, ύψους 4,8 δις $ - προβαίνοντας μόνη της σε στάση πληρωμών. Μία πρώτη προσφορά αναδιάρθρωσης, η οποία ανακοινώθηκε στους δανειστές της στο τέλος Αυγούστου του 1998, αμέσως μετά την απελευθέρωση του νομίσματος της, απορρίφθηκε.
Η δεύτερη προσφορά ακολούθησε το Μάρτιο του 1999, μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις στο «κλαμπ του Λονδίνου»(στο οποίο, ως γνωστό, εκπροσωπούνται οι τράπεζες και οι ιδιώτες επενδυτές – σε αντίθεση με το «κλαμπ του Παρισιού», στο οποίο εκπροσωπούνται τα κράτη δανειστές). Η προσφορά αυτή συμπεριελάμβανε ένα πακέτο από μετρητά (30%), τρίμηνα και εξάμηνα γραμμάτια, καθώς επίσης μετοχές επιλεγμένων ρωσικών τραπεζών – εναλλακτικά, από φορολογικές ελαφρύνσεις ανάλογου ύψους. Για το υπόλοιπο 70% των μη ληξιπρόθεσμων ομολόγων της χώρας, προσφέρθηκαν καινούργια χρηματοπιστωτικά έγγραφα, διάρκειας τριών και πέντε ετών.
Η ιδιαιτερότητα ήταν το ότι, οι επενδυτές δεν έλαβαν ρευστότητα, επειδή τόσο τα μετρητά, όπως και τα έσοδα από την ενδεχόμενη πώληση των υπολοίπων στοιχείων του πακέτου, τοποθετήθηκαν σε έναν «προστατευμένο» τραπεζικό λογαριασμό σε ρούβλια - από τον οποίο θα μπορούσαν να εξοφληθούν μόνο μετά την πάροδο ενός έτους, κατά τα διάρκεια του οποίου θα παρέμεναν κατατεθειμένα άτοκα και σε έναν άλλο ρωσικό τραπεζικό λογαριασμό.
Εναλλακτικά θα μπορούσε κανείς να αποφύγει την αναμονή, εάν σε μία δημοπρασία τοποθετούταν μία φθηνότερη τιμή εξαγοράς τους. Με τον τρόπο αυτό η Ρωσία πέτυχε για πρώτη φορά στην ιστορία μία αναδιάρθρωση των ομολόγων της, η οποία συνοδευόταν από διασυνοριακό έλεγχο των κεφαλαίων.
Συνεχίζοντας οι επενδυτές, οι οποίοι αποδέχθηκαν την πρόταση (95%), έχασαν από 40% έως και 55% των δανείων τους (σε παρούσες τιμές) – ενώ αυτοί που δεν συμμετείχαν, πληρώθηκαν εξ ολοκλήρου. Εν τούτοις, οι απαιτήσεις τους κατατέθηκαν για πέντε χρόνια άτοκες σε έναν ρωσικό τραπεζικό λογαριασμό (παγωμένες καταθέσεις). Σύμφωνα με υπολογισμούς, αυτό σήμαινε διαγραφή (σε παρούσες αξίες) της τάξης του 55-84%.
Την ίδια εποχή η Ρωσία σταμάτησε να πληρώνει και τους ξένους δανειστές της – αποφασίζοντας να αναδιαρθρώσει συνολικά 33,9 δις $. Μετά τη συμφωνία με τους πιστωτές της, διαγράφηκε το 53,9% κατά μέσον όρο – όπου όμως η Ρωσία αποδείχθηκε έναν όρο, με βάση τον οποίο εάν τυχόν καθυστερούσε έστω και μία δόση, θα γινόταν ληξιπρόθεσμο το σύνολο των ομολόγων της (υφισταμένων και μελλοντικών).
Τέλος κατά πολλούς αναλυτές, η διαχείριση της ρωσικής κρίσης αποτελεί τη μεγαλύτερη αποτυχία του ΔΝΤ στην ιστορία του – ενώ λέγεται ότι, αυτός που τελικά προστάτευσε το νεαρό τότε κράτος από τη λεηλασία, δεν ήταν άλλος από την εγχώρια μαφία. Οι Η.Π.Α. εκείνη την εποχή επέτρεψαν, χωρίς φυσικά να το θέλουν, να «εκκολαφθεί» ο μεγαλύτερος «ανταγωνιστής» τους – γεγονός που θα πληρώνουν ακριβά για πάρα πολλά χρόνια.
Η ΟΥΚΡΑΝΙΑ
Αμέσως μετά τη ρωσική χρεοκοπία του 1998, η Ουκρανία αντιμετώπισε μία μεγάλη κρίση ρευστότητας – αποφασίζοντας να αναδιαρθρώσει ληξιπρόθεσμα δάνεια των ετών 1998, 1999 και 2000, συνολικού ύψους 7,8 δις $. Παρά το ότι όμως προτάθηκε στους εγχώριους πιστωτές της διαγραφή μόλις του 7% των απαιτήσεων τους (συμμετοχή κατά 84%), οι ξένοι υποχρεώθηκαν σε διαγραφή μεταξύ 22% και 58% (ανάλογα με το χρόνο λήξης των ομολόγων).
Η διαφορά αυτή προκλήθηκε από το ότι, στους εγχώριους πιστωτές δόθηκαν ομόλογα, τα οποία δεν επιτρεπόταν να δοθούν σε ξένους. Εν τούτοις, σχεδόν όλοι οι ξένοι πιστωτές αποδέχθηκαν την προσφορά, επειδή η Ουκρανία σκεφτόταν να επιβάλλει απαγόρευση εξόδου στα ξένα κεφάλαια, όπως είχε κάνει η Ρωσία. Προτίμησαν λοιπόν να αποσύρουν τα χρήματα τους το συντομότερο δυνατόν – προφανώς με μεγαλύτερες ζημίες.
ΤΟ ΠΑΚΙΣΤΑΝ
Η προσφορά αναδιάρθρωσης του Πακιστάν (2002) περιλάμβανε τρεις εκδόσεις ομολόγων, συνολικού ύψους 610 εκ. $, με τη διαγραφή του 31% των οφειλών του. Έγινε αποδεκτή από το 99% των ξένων δανειστών του, ενώ δεν απαιτήθηκε καμία διαγραφή από τους εγχώριους.
Ο ΙΣΗΜΕΡΙΝΟΣ (ECUADOR)
Η χώρα αντιμετώπισε μία τραπεζική κρίση (1998) η οποία, το 1999, κατέληξε σε μία συναλλαγματική – με το νόμισμα της να υποτιμάται ραγδαία, παράλληλα με την εκτόξευση του πληθωρισμού. Έκτοτε, ο Ισημερινός υιοθέτησε το Αμερικανικό δολάριο (δολαριοποίηση), ως το de facto νόμισμα του (από εδώ πηγάζει και η ιδέα της χρήσης του δολαρίου, ως ένα σενάριο για την Ελλάδα – ενώ τεκμηριώνεται η αδυναμία μίας μονομερούς εξόδου μας από το ευρώ).
Το επόμενο έτος (2000) ο Ισημερινός, με τη βοήθεια του ΔΝΤ, κατέθεσε μία πρόταση διαγραφής προς τους ξένους δανειστές του, από συνολικά έξι μέρη (tranches), με ομόλογα λήξης μεταξύ των ετών 2002 και 2025. Αφορούσε 6,51 δις $, με διαγραφές μεταξύ 19% και 47% (κατά μέσον όρο 27,4%) – ενώ έγινε αποδεκτή από το 98% των οφειλετών του. Οι περί «επαχθούς» χρέους συζητήσεις, οι οποίες γίνονται στη χώρα μας με αναφορές στον Ισημερινό, είναι μάλλον εκτός πραγματικότητας – με κριτήριο τη βιωσιμότητα του χρέους και την πραγματική (ρεαλιστική) «συνδρομή» όλης αυτής της διαδικασίας (θα το αναλύσουμε σε επόμενο άρθρο μας).
Η ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ
Η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη (2001) με το γεγονός ότι, δεν θα μπορούσε πλέον να καλύπτει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της, δανειζόμενη από τις αγορές ή/και από τους διεθνείς οργανισμούς. Η κυβέρνηση της υποχρεώθηκε λοιπόν να προετοιμάσει μία διπλή προσφορά προς τους δανειστές, η οποία ήταν η εξής:
(α) Σε πρώτη φάση επικεντρώθηκε στους εγχώριους πιστωτές της, με στόχο να μην είναι πολύ μεγάλη η διαγραφή για τις δικές της τράπεζες και για τα ασφαλιστικά της ταμεία.
(β) Στη συνέχεια, αφού θα είχε ολοκληρωθεί η πρώτη φάση, η κυβέρνηση σχεδίαζε να προτείνει στους διεθνείς δανειστές της μία πολύ υψηλότερη διαγραφή των απαιτήσεων τους.
Εν τούτοις, λίγο μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης, η κυβέρνηση άλλαξε, με αποτέλεσμα να ανακοινωθεί μία νέα προσφορά ανταλλαγής ομολόγων – όπου σε πρώτη φάση αποδέχθηκαν οι εγχώριοι δανειστές μία διαγραφή ύψους 40% των απαιτήσεων τους. Το Φεβρουάριο του 2002, μετά από την επίθεση στις τράπεζες (bank run) και το σχηματισμό μίας νέας κυβέρνησης (άρθρο μας), η Αργεντινή χρεοκόπησε – αφού είχε απελευθερώσει πλέον το νόμισμα της από το δολάριο και έχοντας χρέη ύψους 58 δις $ απέναντι στους εγχώριους πιστωτές της (μετά τη διαγραφή), καθώς επίσης 80 δις $ απέναντι στους διεθνείς (138 δις $ συνολικά).
Το σύνολο του χρέους σε συνάλλαγμα απέναντι στους εγχώριους πιστωτές της, συμπεριλαμβανομένων των «αναδιαρθρωμένων» ομολόγων (40% διαγραφή) από το Νοέμβριο του 2001, μετατράπηκε στο εθνικό της νόμισμα (πέζο) – σε μία τιμή ανταλλαγής, η οποία ήταν κατά 26% χαμηλότερη από την τότε επίσημη ισοτιμία. Το ύψος της διαγραφής αυτής υπολογίσθηκε στο 44% (διακύμανση από 30% έως 65%). Επειδή όμως οι εγχώριοι πιστωτές είχαν υποστεί λίγο πριν μία ακόμη διαγραφή, ύψους 40% όπως αναφέραμε, η συνολική ζημία τους και από τις δύο αναδιαρθρώσεις, ήταν της τάξης του 70% επί των απαιτήσεων τους.
Σε σχέση τώρα με τους διεθνείς πιστωτές, στους οποίους η χώρα όφειλε πολύ περισσότερα (80 δις $), δεν υπήρξε κατ’ αρχή καμία προσφορά – η Αργεντινή απλά αρνήθηκε να τους εξοφλήσει (στάση πληρωμών). Ύστερα όμως από έναν πραγματικό καταιγισμό αγωγών εναντίον της, οι οποίες κατατέθηκαν σε διάφορα δικαστήρια του πλανήτη, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε (τον Ιανουάριο του 2005) να καταθέσει μία προσφορά, η οποία είχε τις εξής εναλλακτικές δυνατότητες:
(α) Ομόλογα ίσης ονομαστικής αξίας, χρονικής διάρκειας 35 ετών, αυξανόμενου ονομαστικού επιτοκίου, με ξεκίνημα στο 1,33% - πληρωτέα σε ευρώ, σε δολάρια, σε γεν ή σε ασφαλισμένα έναντι του πληθωρισμού πέζος.
(β) Εκπτωτικά ομόλογα (κατά 33,7%), χρονικής διάρκειας 30 ετών και με ονομαστικό ετήσιο επιτόκιο 8,28%, στα παραπάνω νομίσματα.
(γ) Ομόλογα με μειωμένη κατά 69,6% ονομαστική αξία, χρονικής διάρκειας 42 ετών, με ετήσιο ονομαστικό επιτόκιο 3,31% - αλλά μόνο σε ασφαλισμένα έναντι του πληθωρισμού πέζος.
Η προσφορά έγινε αποδεκτή από το 76% των δανειστών, ενώ η μέση διαγραφή υπολογίσθηκε στο 73%. Οι υπόλοιποι συνεχίζουν να διεκδικούν τις απαιτήσεις τους μέσω της δικαστικής οδού (πρόσφατα έγινε προσπάθεια κατάσχεσης των καταθέσεων της Αργεντινής στην BIS), ενώ η χώρα δεν έχει συνέλθει ακόμη από τη μεγάλη της περιπέτεια.
Η ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ
Το 2002 η Ουρουγουάη, κυρίως λόγω των εκροών καταθέσεων κατά τη διάρκεια της κρίσης της Αργεντινής (αναλυτικά στο άρθρο μας), βίωσε μία μεγάλη τραπεζική περιπέτεια. Οι εταιρείες αξιολόγησης υποτίμησαν σχεδόν αμέσως την πιστοληπτική της ικανότητα κάτω από το «investment grade», γεγονός που ενέτεινε τις πιέσεις στο νόμισμα της και ανάγκασε την κεντρική τράπεζα να παρέμβει.
Όταν σχεδόν εξαντλήθηκαν τα συναλλαγματικά αποθέματα (μέσα του 2002), η κυβέρνηση απελευθέρωσε το νόμισμα – το οποίο υποτιμήθηκε αμέσως κατά 50%. Η υποτίμηση όμως του νομίσματος αύξησε ανάλογα τη σχέση του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ (ένας από τους βασικούς λόγου, για τους οποίους δεν είμαστε ποτέ υπέρ της μονομερούς επιστροφής τηςΕλλάδας στη δραχμή), με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ως μη βιώσιμο. Έτσι αποφασίσθηκε η αναδιάρθρωση του χρέους, στην οποία συμμετείχε το 99% των εγχώριων δανειστών (διαγραφή 23,3%), καθώς επίσης το 90% των διεθνών (διαγραφή 13%).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Συγκρίνοντας μεταξύ τους τις παραπάνω διαγραφές, θα διαπιστώσουμε πως ήταν διαφορετικός ο τρόπος αντιμετώπισης εγχώριων και ξένων δανειστών, σε όλες τις χώρες. Στην περίπτωση της Ουκρανίας και της Ρωσίας, οι εγχώριοι πιστωτές συμμετείχαν λιγότερο από τους ξένους – γεγονός που οφείλετο στον έλεγχο της εξόδου των κεφαλαίων, ο οποίος υιοθετήθηκε και από τις δύο αυτές χώρες.
Ειδικά όσον αφορά την Ουκρανία, η μειωμένη διαγραφή των οφειλών των εγχωρίων πιστωτών οφείλετο στο ότι, τους προσφέρθηκαν αποκλειστικά και μόνο ομόλογα στο εθνικό νόμισμα – ενώ οι ξένοι έλαβαν «ευρωομόλογα», οπότε ήταν ασφαλείς σε σχέση με τις υποτιμήσεις του νομίσματος. Αντίθετα, οι ξένοι πιστωτές της Ρωσίας υπέστηκαν μεγαλύτερη διαγραφή, επειδή να νέα ομόλογα, οι πωλήσεις τους, καθώς επίσης τα πακέτα μετοχών που προσφέρθηκαν, υποχρεώθηκαν να παγώσουν άτοκα σε ρωσικούς λογαριασμούς για ένα έτος.
Στην περίπτωση της Αργεντινής ζημιώθηκαν σχεδόν εξ ίσου οι εγχώριοι και οι ξένοι πιστωτές, επειδή οι εγχώριοι υποχρεώθηκαν σε δύο διαδοχικές διαγραφές, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ τους. Η αιτία ήταν η χαοτική κατάσταση, η οποία επικράτησε στην Αργεντινή μεταξύ των ετών 2001 και 2003, όπου ανέλαβαν την εξουσία πολλές διαφορετικές κυβερνήσεις, οι οποίες ακολούθησαν άλλες πολιτικές αναδιάρθρωσης. Γεγονός πάντως είναι το ότι, δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση ισότιμη αντιμετώπιση εγχωρίων και ξένων πιστωτών.
Όπως έχουμε συχνά αναφέρει, η διαγραφή χρεών της Ελλάδας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί έστω ως «το μικρότερο από δύο δεινά» – ειδικά επειδή το δημόσιο χρέος συνεχίζει να μην είναι βιώσιμο, εξαιρέθηκε ένα μεγάλο μέρος των πιστωτών της (διακρατικά δάνεια, ΔΝΤ, ΕΚΤ), τα νέα ομόλογα είναι ενυπόθηκα, έχουν υπαχθεί στο βρετανικό δίκαιο, είναι απαρέγκλιτα συνδεδεμένη με καταστροφικά μέτρα λιτότητας, τα οποία δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη, μάλλον θα υποχρεωθεί σύντομα σε δεύτερη διαγραφή κλπ.
Η μη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας τεκμηριώνεται επίσης από τους Πίνακες IΙ και IΙΙ, όπου διαπιστώνεται ότι, το δημόσιο χρέος όλων των αναφερομένων κρατών δεν υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ τους. Ακόμη και αν δεχθούμε λοιπόν ότι η Ελλάδα, ως χώρα της Ευρωζώνης, με πλούσιες υποδομές και μεγάλο δημόσιο πλούτο, θα έπρεπε να έχει καλύτερη αντιμετώπιση, το δημόσιο χρέος της δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το 80% του ΑΕΠ της – οπότε τα 160 δις €.Στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε να διαγραφούν περί τα 210 δις € - γεγονός που σημαίνει ότι, δεν είναι απίθανη η ανάγκη μίας επόμενης διαγραφής, της τάξης των 100 δις € (εναλλακτικά, ενός χαμηλότοκου δανεισμού για ανάπτυξη, αντίστοιχου ύψους).
Αντίθετα, εάν είχε επιλεχθεί η αναδιάρθρωση ολόκληρου του χρέους χωρίς διαγραφή, η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής δηλαδή με χαμηλό επιτόκιο, όπως αυτό της Αργεντινής το 2005 (1,33%), αυξανόμενο σταδιακά αλλά σε επίπεδα πάντοτε κάτω από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας μας, τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Για παράδειγμα, τα 263 δις € που απέμειναν στην Ελλάδα (μετά τη διαγραφή, αλλά πριν από την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών και ασφαλιστικών ταμείων), με 5% περίπου μέσο επιτόκιο, «κοστίζουν» ετήσια πάνω από 13,00 δις € τόκους, επιβαρύνοντας ανάλογα τον προϋπολογισμό της (μετά την ανακεφαλαιοποίηση θα προστεθούν πάνω από 3 δις € τόκοι).
Τα 370 δις € όμως (χωρίς διαγραφή) θα «κόστιζαν», με το επιτόκιο της Αργεντινής (1,33%), «μόλις» 4,92 δις € - με αποτέλεσμα να ευρισκόταν η χώρα μας σε σημαντικά καλύτερη θέση, χωρίς τη «σφραγίδα» της ανεντιμότητας.Ενδεχομένως δε να μην χρειαζόταν καν η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων, η οποία θα αυξήσει αμέσως το δημόσιο χρέος – έστω μεσοπρόθεσμα.
Δυστυχώς η Ελλάδα έχασε πάρα πολλές ευκαιρίες στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα πλήρως εγκλωβισμένη στη ζώνη του Ευρώ – αφού δεν μπορεί να επιστρέψει πλέον στο εθνικό της νόμισμα (με χρέος άνω του 80% είναι αδύνατον να επιβιώσει κάποια χώρα εκτός Ευρωζώνης, αφού δεν θα διαθέτει πλέον συνάλλαγμα – το Ευρώ είναι το δεύτερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα).
Η δυνατότητα της αυτή, η οποία ήταν ανέπαφη μέχρι τα μέσα του 2010 επειδή, έχοντας εκδώσει το 90% των ομολόγων της με το Εθνικό Δίκαιο, θα μπορούσε να επιβάλλει τη μετατροπή τους σε δραχμές (επομένως την ανάλογη μείωση της αξίας τους, όταν το νόμισμα θα υποτιμούταν), έχει πάψει πλέον να υφίσταται – με βάση τις δύο δανειακές συμφωνίες, τις οποίες υπέγραψε το Κοινοβούλιο, καθώς επίσης με την αναδιάρθρωση του χρέους.
Η πλήρης σχεδόν ανικανότητα της κυβέρνησης να εκμεταλλευθεί τα τεράστια διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, καθώς επίσης το πολύ μικρό συνολικό χρέος της (εάν αντί της διαγραφής είχε επιλεχθεί η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα με 100 δις €, τότε το δημόσιο χρέος θα περιοριζόταν σταδιακά κάτω από τα 270 δις € - με το ιδιωτικό να αυξάνεται ανάλογα, αριστοποιώντας τη μεταξύ τους σχέση), έχει δυστυχώς μετατρέψει τη χώρα μας σε απόλυτα εξαρτημένο προτεκτοράτο των Βρυξελλών και, κατ’ επέκταση, του Βερολίνου.
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, έχουμε την άποψη ότι η Ελλάδα τελικά θα τα καταφέρει, εάν οι Έλληνες δραστηριοποιηθούν, παύοντας να περιμένουν τα πάντα από το κράτος και τις (όποιες) κυβερνήσεις τους – συμμετέχοντας στην ψήφιση των βασικών νόμων (δημοψηφίσματα, άμεση δημοκρατία) και ελέγχοντας ενεργά την (όποια) εξουσία. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μία πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα, το μεγαλύτερο ίσως «αγαθό» της οποίας είναι το έμψυχο δυναμικό της (για παράδειγμα, διαθέτει περί το 1.000.000 πτυχιούχους, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη αναλογικά θέση παγκοσμίως).
Αυτό ακριβώς το πλούσιο έμψυχο δυναμικό, η νέα, ικανότατη, μορφωμένη και μη διαβρωμένη από την πολιτική γενιά, είναι η μεγαλύτερη ελπίδα μας για το μέλλον – πιστεύοντας ότι, αφενός μεν θα εκμεταλλευθεί τα τεράστια πλεονεκτήματα της πατρίδας μας, καταπολεμώντας την κομματική ιδιοτέλεια, την έμφυτη μισαλλοδοξία και το φθόνο των παλαιοτέρων, αφετέρου πως δεν πρόκειται να αποδεχθεί την κατοχή της Ελλάδας από τους ξένους εισβολείς, (ούτε βέβαια τη λεηλασία ή/και την εξαθλίωση των Ελλήνων).
Ελπίζουμε δε ότι, όχι μόνο δεν θα εγκαταλείψουν οι ικανοί Έλληνες την Ελλάδα στους «επίδοξους» κατακτητές της, επιλέγοντας την απόδραση αλλά, αντίθετα, θα επιστρέψουν για να βοηθήσουν την πατρίδα τους πολλοί από αυτούς, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν ανέκαθεν στο εξωτερικό. Άλλωστε στην Ελλάδα υπάρχουν απίστευτα μεγάλες ευκαιρίες ανάπτυξης σε πάρα πολλούς τομείς (τουρισμός, γεωργία, ναυτιλία, ενέργεια, τεχνολογία, υπηρεσίες κλπ.), αρκεί να απελευθερωθεί από τα δεσμά της πολιτικής ανεπάρκειας, της κακοδιαχείρισης και της καταστροφικής γραφειοκρατίας – γεγονός που σίγουρα θα συμβεί σύντομα.