Μεσάνυχτα Παρασκευής προς Σάββατο. Βρισκόμαστε λίγες ώρες από το άνοιγμα της κάλπης. Αδυνατώ να κλείσω μάτι. Σκέπτομαι τα παιδιά μου που κοιμούνται ήσυχα λίγο παραδίπλα. Με τι κριτήριο να ψηφίσει κανείς; Πώς να επιλέξει; Και αίφνης φέρνω στο νου μου το μεγάλο στρατηγό της Εθνικής Παλιγγενεσίας, το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
- “Τι να κάνω στρατηγέ;” συλλογίζομαι…Αν και ξέρω πολύ καλά τι πρέπει να κάνω. Ακούω ένα βηματισμό βαρύ. Και εκεί μέσα στη νύχτα τον βλέπω ολοζώντανο μπροστά μου, λεβέντη να μου λέει με μια ορθή φωνή τα παρακάτω λόγια όπως τα είχα διαβάσει στα απομνημονεύματά του.
του Στρατή Μαζίδη
“Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την εδική μας, την τούρκικη δύναμη.
Τώρα όπου ενικήσαμε, όπου ετελειώσαμε με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα-εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: «Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος, και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα δειλοί, χαϊμένοι », και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι, ήθελε ειπούν: «Μα τι τρελλός να σηκωθεί με τέτοια φορτούνα, με τέτοιο άνεμο, να χαθεί ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις τον λαιμό του»”
- Εκείνα τα χρόνια μου συνέχισε, κάποιοι Ρωμιοί είχαν αρχίσει να αποκτούν αξιώματα. Εγένοντο μου είπε γέροντες, δημογέροντες, προεστοί και πρόκριτοι, κάτι σαν τους δικούς σας δημαρχαίους σήμερα. Χώρια κάποιους που περνούσαν την Υψηλή Πύλη και υπηρετούσαν σε καλά πόστα το βρωμοσουλτάνο.
- Αυτοί δεν ήθελαν να σηκώσουν οι Έλληνες κεφάλι στρατηγέ μου ε;
- Όχι βέβαια. Μας έλεγαν τρελούς. Ότι είμαστε χαμένοι από χέρι. Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι που τα δοκαν όλα για τον Αγώνα. Οι πολλοί όμως κιότεψαν! Πως θα βάλουμε το γένος σε περιπέτειες τώρα που τα πάμε καλά με τους Οθωμανούς. Θα χάσουμε τα προνόμιά μας, τους παράδες μας, ενώ όλοι πεινούσαμε, πως θα βρεθούμε στο περιθώριο. Αλλά οι μπαμπέσηδες απλά ανησυχούσαν για τα τομάρια τους και κει που είχαν φτάσει. Θα έχαναν τα αξιώματά τους. Επούλησαν την ψυχή τους στο διάολο.
- Έγινε όμως η Επανάσταση στρατηγέ!
- Γένηκε παιδί μου και σήμερα ζεις εσύ και τα παιδιά σου λεύτεροι… Ααααχ…
- Τι συνέβη στρατηγέ;
- Αγόρι μου τη λευτεριά τη βρήκατε έτοιμη. Οι μανάδες σας δε ξενύχτησαν κρατώντας τσίλια μη μπουκάρουν οι παλιότουρκοι και σας αρπάξουν. Δεν εκτιμήσατε τη λευτεριά που σας δόκαμε χύνοντας το αίμα μας. Την ξεπουλήσατε για λίγες εφήμερες χαρές, λες και δεν επαιρνούσατε καλά, στερημένα λίγο ίσως, αλλά καλά. Ξυπνάγατε με χαμόγελο το πρωί και κοιμόσασταν με ηρεμία τη νύχτα.
- Πόσο δίκιο έχεις στρατηγέ. Γίναμε σκλάβοι με τη θέλησή μας…
- Φοβάμαι παιδί μου. Φοβάμαι ότι ο λαός μας έμαθε στις ανέσεις, καλόμαθε, καλόζησε και απόκαμε. Θα σας σφάξουν ωρέ ενώ ροχαλίζετε!!! Βλέπεις εμείς δεν είχαμε τίποτες. Μας είχαν στερήσει τα πάντα. Δεν είχαμε σχολειά, δεν μπορούσαμε να κάμουμε το Σταυρό μας, έκλεβαν τα παιδιά μας, τα μεγάλωναν και τα καμαν οχτρους μας! Η ΑΝΑΓΚΗ μας οδήγησε εκεί. Η ΑΝΑΓΚΗ γένηκε ΙΣΤΟΡΙΑ παιδί μου, όπως λέει εκείνο το λεβέντικο τραγούδι σας που μας το λέει τώρα εκεί ψηλά ο Δημητρός. Και σ’χωρα με που δεν καταλαβαίνω τι λένε τα κομπιούτερς και οι αριθμοί.
- Να τανε τουλάχιστον το 21
- Στο χέρι σας είναι και εμείς θα μαστε μαζί σας!
Ο στρατηγός κινήθηκε να φύγει. Μη φεύγεις! Στάσου!
- Αγόρι μου πρέπει να κινήσω κι αλλού. Είναι κι άλλοι σαν εσένα που θέλουν μια τόνωση, που αποζητούν μια κουβέντα ωρέ! Εσύ θα κάμεις αυτό που πρέπει. Θα σεβαστείς κι εμάς που αγωνιστήκαμε, θα σεβαστείς και τα παιδιά σου. Λεύτερη πατρίδα παρέλαβες, λεύτερη θα παραδώσεις. Αυτό είναι το χρέος σου απέναντι σε μας. Και μεις φτωχοί ξεκινήσαμε…αλλά λεύτεροι…
Αγκαλιάζω το στρατηγό και του φιλώ το χέρι. Θα σε περιμένω ξανά του είπα, να γιορτάσουμε μαζί!
Ο στρατηγός Κολοκοτρώνης κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του, φόρεσε την περικεφαλαία του, μου έδωσε μια γερή στην πλάτη, έζεψε τ’άλογο κι έφυγε κόντρα στον άνεμο.
Η ελευθερία μετρά πάνω από όλα. Να είσαι κύριος στον τόπο σου, στο σπίτι σου, στην οικογένειά σου. Εμείς δε χρειαζόμαστε γιαταγάνια, ακόμη… Μια ψήφος είναι αρκετή.
Σύρθηκα αθόρυβα μέσα στο σπίτι. Πήγα στο προσκεφάλι των παιδιών. Κάθισα δίπλα τους. Τα σταύρωσα, τα φίλησα και τα χάζευα. Απόπνεαν μια γαλήνη. Και κατάλαβα ότι είναι ευτυχισμένα όχι γιατί θα έχουν ρευστότητα οι τράπεζες, όχι γιατί in the year 2525 θα μειωθεί το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ ή επειδή ο οίκος Fitch από CCC—- θα μας ανεβάσει ένα σκαλοπάτι αλλά γιατί έχουν τους γονείς τους, γιατί αισθάνονται ελεύθερα, γιατί αισθάνονται ασφάλεια, γιατί υπάρχει αγάπη. Γιατί εμάς χρειάζονται κι όχι τις ψεύτικες υλικές ανέσεις, το iphone, το ipad, το ipod, το JVC και στην tv το BBC.
Προχθές είχα τάξει στο γιο μου πως θα καθόμασταν μαζί να φτιάξουμε ένα επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο από κάτι χοντρά χαρτόνια. Κι όντως με κάτι απλά φτηνά υλικά, ένα συρραπτικό κι ένα χαρτοκόπτη, φτιάξαμε το ΜΑΚΕΔΩΝ (γνωστό και ως το παλιό ΧΡΥΣΗ ΑΜΜΟΣ Ι για τους καραβολάτρες) και με άσπρα καράβια τα όνειρά μας σε κάποιο κοντινό γιαλό βάλαμε πλώρη για την Κύθνο μαζί αφού το γεμίσαμε αυτοκίνητα στο πρώτο του ταξίδι… θυμήθηκα πως έπαιζε με το πλοίο μόλις το τελειώσαμε. ‘Κοίτα ενθουσιασμός” είχα πει στη γυναίκα μου, “είναι γιατί το έφτιαξες εσύ” μου είπε. Αλλά σάμπως εγώ τι κράτησα από τα δύσκολα παιδικά μου χρόνια; Τον πατέρα μου, την μάνα μου και την πίστη μου. Ούτε ομόλογα, ούτε έντοκα, ούτε άτοκα, ούτε βιβλιάρια καταθέσεων, ούτε τίποτε.
Τελικά είναι απλά τα πράγματα. Εμείς κάναμε τη ζωή μας περίπλοκη, όσοι την κάναμε. Κι έπειτα έφερα στο νου μου, ένα φίλο μου, διευθυντή ενός δημοτικού σχολείου στην πόλη που ζω. Μιλούσαμε για την κατάσταση. Τι θα γίνει και στα σχολεία ρε Γιάννη του είπα… Δε θα έχετε προσωπικό. Και μου απαντά “Στρατή μισθούς μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ θα έχουμε”. Και αν είναι όπως ο Γιάννης, η Ελλάδα και τα παιδιά της δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν, αλλά πολλά να ελπίσουν.
Κοίταξα τα παιδιά για τελευταία φορά. Τουλάχιστον στο λίγο που περνά από το χέρι μου, εγώ δε θα τα κάνω σκλάβους. Θα κοιμηθώ με καθαρή συνείδηση. Κι αν η ζωή δε μου γράφει να τα δω να μεγαλώνουν, το χρέος μου απέναντί τους θα το έχω κάνει με το παραπάνω στο όσο έμεινα κόντα τους. Για τον πατέρα τους δε ντρέπονται όταν θα τον θυμούνται. Τὸν καλὸν ἀγῶνα ἠγώνισμαι τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα.
Θα συνεχίσω το ταξίδι μου για την Ιθάκη, έστω και με μικρότερο καράβι που όμως θα είναι ΔΙΚΟ ΜΟΥ. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα τους συναντήσω,αν δεν τους κουβανεί μέσα της η ψυχή μου, αν δεν τους στήνει εμπρός μου. Αλλά και πάλι δε θα τους φοβηθώ. Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά θα μπαίνω σε λιμένας πρωτοειδωμένους. Δε βιάζω καθόλου το ταξίδι. Και πράγματι η Ιθάκη μέχρι τώρα δε με γέλασε, κι όση πείρα απέκτησα, τώρα πια κατάλαβα η Ιθάκη τι σημαίνει…
Κι αφού αυτή ποτέ της δε με πρόδωσε, ούτε εγώ σκοπεύω να το κάνω.