Η δουλεία έχει πάρα πολλές εκφάνσεις και ουσιαστικά δεν εξέλειψε ποτέ από το διάβα της ιστορίας. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι γνωστό ότι καταπατήθηκαν εν ονόματι της προόδου, με την επιβολή της δύναμης, των όπλων και του χρήματος. Στο παρόν κείμενο δεν θα ασχοληθούμε με την εξουσία, η οποία κατέστειλε την ελευθερία του ανθρώπου, δυναστεύοντάς τον.
Η δουλεία, ακόμα, και στις πιο προηγμένες κοινωνίες ενδημεί. Θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε την αιτία αυτού του φαινομένου, εξετάζοντάς το ως ένα ψυχολογικό πρόβλημα που επιφέρει τη νοσηρότητα. Λέγοντας «ανθρώπινη δουλεία» δεν εννοούμε τη στέρηση της ελευθερίας του ατόμου από εξωτερικά αίτια, αλλά την υποτέλεια. Υπάρχουν διάφορες μορφές εξουσίας που χειραγωγούν τα πλήθη, αλλά και που το ίδιο το άτομο επιτρέπει να επιδρούν σ’ αυτό και να το αλλοτριώνουν. Είναι πιο εύκολο να αντιδράσει κανείς, όταν κάτι του επιβάλλεται βίαια και πιο δύσκολο να υποταχθεί σε μια μορφή εξουσίας που καταπατεί καταφανώς τα δικαιώματά του, παρά όταν αυτό συμβαίνει σταδιακά καθώς δημιουργούνται συνθήκες ζωής που τον παγιδεύουν με τρόπο ανυποψίαστο. Η υλιστική κοσμοθεωρία, η εξάρτηση από τη τεχνολογία, το κρατικό οικονομικό σύστημα, αυτό καθ’ αυτό το κατεστημένο, δρουν ως υπόγειες δυνάμεις, οι οποίες υποβάλλουν έναν κοινό τρόπο σκέψης και ζωής. Θα εξετάσουμε το θέμα ως επακόλουθο ενός αποπροσανατολισμού που υπέστη το άτομο ενδίδοντας σε αναγκαιότητες, σκοπιμότητες και συμβάσεις, υπαγορευόμενες από ανάγκες και συμφέροντα, και κατ’ επέκταση την αντανάκλαση αυτού στις ανθρώπινες σχέσεις..
Στις συμβατικές σχέσεις και συνθήκες ζωής, ο άνθρωπος προσπαθεί να διατηρήσει εσαεί τα κεκτημένα. Η ανάγκη να κατέχει πρόσωπα και πράγματα υπαγορεύεται από την ανασφάλεια. Θέλοντας να κατέχει, δημιουργεί τις προϋποθέσεις της διατήρησης των παροχών και των αναγκών με συνέπεια να δεσμεύεται.
Ο φόβος αυτός ενέχει στο βάθος του αδυναμίες, που προέρχονται από τραύματα και γίνονται αιτία για να δημιουργηθούν ενοχές.
Τον αποκλείει από το να λειτουργήσει ως συνάνθρωπος, ως πρόσωπο με την ηθική ευθύνη που τον καθιστά συνειδητό μέρος του όλου. Ο φόβος διατηρεί μέσα στον άνθρωπο έναν αποκλεισμό που εντείνει την απομόνωση.
Η Συνείδηση δεν δικαιώνει έναν τρόπο ζωής συμβιβαστικό. Εάν δεν κάνει την επανάστασή του δημιουργεί την ψυχολογία του θύτη ή του θύματος, αποκλείοντας τον εαυτό του και τον άλλον από τη διαλεκτική του γίγνεσθαι.
Δέσμιος της ίδιας της κτητικής του διάθεσης προσπαθεί να εξουσιάσει, συμπεριφέρεται ωσάν να του ανήκει ο άλλος ή να του οφείλει υποταγή. Αυτή είναι η ψυχολογία του θύτη στις συμβατικές σχέσεις που μέσω της κτητικής του συμπεριφοράς καλύπτει εν μέρει το αίσθημα της ανασφάλειας, από το οποίο κατέχεται. Μέσα από τους βιολογικούς ρόλους αφήνει να εκφραστεί το υποσυνείδητό του. Βρίσκει έδαφος στο συναίσθημα που εκφράζεται με την αδυναμία του άλλου, την οποία προσπαθεί να καλύψει δια μέσω των παροχών που ο ίδιος προσφέρει. Αυτό φυσικά εκτρέφει έναν φαύλο κύκλο
.
Η θέληση του ανθρώπου να κατέχει, επίσης, εκδηλώνεται μέσω της συγκέντρωσης ισχυρής οικονομικής δύναμης και της συσσώρευσης υλικών αγαθών. Κατέχει, αλλά όχι μόνον, ταυτόχρονα κατέχεται!
Στις συμβατικές σχέσεις εναλλάσσονται οι ρόλοι του θύτη και του θύματος.
Το θύμα αποδέχεται την εξουσιαστική επέμβαση του άλλου από φόβο. Η αδυναμία επιφέρει και τις ανάλογες ενοχές και οι ενοχές δημιουργούν τη ψυχολογία της αυτοκαταστροφικής ζωής.
Υπάρχει περίπτωση να βρίσκεται κανείς στη θέση του θύματος, όχι από φόβο, αλλά μια συγκυρία κακή της μοίρας να τον έχει καθηλώσει σ’ ένα σχήμα ζωής από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει, αλλά και από το οποίο προσπαθεί να αναπτύξει την συναίσθηση του λάθους στον άλλον, προσφέροντάς του αγάπη. Εάν η θυσιαστική θέση στην οποία προσφέρεται δεν ευφορείται από τη συνείδηση της ηθικής ευθύνης, τότε ενέχεται σε μια μορφή δουλείας.
Ο άνθρωπος ως μονάδα και μοναδικότητα συμμετέχει στο γίγνεσθαι και παραμένει ενεργός, εφ’ όσον δεν μεταθέτει τον αγώνα αυτό από τη δική του ύπαρξη σε κάποια άλλη, έως της αποχώρησής του από τον κόσμο των τριών διαστάσεων.
Η συνήθεια είναι ένας τρόπος ανεξέλεγκτης υποταγής. Η ενόχληση που δέχεται ο άνθρωπος από κάθε ανατροπή είναι σχετική με τη συνήθεια από την οποία δεσμεύεται.
Όπως μία νόσος εξελίσσεται, έτσι και οι αδυναμίες εξελίσσονται σε μικρότητες που επιφέρουν ηθικά ολισθήματα.
Κατ’ ουσίαν, ο μόνος εχθρός που μπορεί να βλάψει έως και να εξαφανίσει ό,τι πιο άξιο υπάρχει, ενδημεί μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο και είναι το εγώ.
Σεαυτόν άρχου. Αυτό το εγερτήριο σάλπισμα ενεργοποιεί την αξιοπρέπεια που υποβάλλεται από τη μοναδικότητα της ύπαρξης και ενισχύει το Θείο φρόνημα.
Σεαυτόν άρχου. Ένας δρόμος άσφαλτος είναι η καθαρή ματιά της αυτοπαρατήρησης με κύριο συντελεστή το Λόγο. Εδώ, κανέναν ηθικό αποπροσανατολισμό δεν μπορεί να υποστεί ο άνθρωπος Αυτή η πορεία είναι σαφώς πορεία ελευθερίας. Εάν το άτομο είχε στόχο αυτήν τη διαδρομή, τότε, βέβαια, θα άλλαζε η μορφή του κόσμου.
Η μορφή του κόσμου θα αλλάξει, όταν εγείρει ο εις, ο καθείς την προσωπική ευθύνη προς τις αξίες και προς την αιωνιότητα της ύπαρξής του.
Οι αξίες δεν απορρέουν από την υλιστική θεώρηση ζωής, αναδύονται από τη συνείδηση της αιωνιότητας της υπάρξεως.
Η αποδοχή της θανατικής ποινής που επέβαλλε η Αθηναϊκή πολιτεία στον Σωκράτη από τον ίδιο, παρουσιάζει μια άλλη εκδοχή της υποταγής η οποία δεν εκφράζει, σε καμιά περίπτωση, υποτέλεια. Η στάση αυτή
παρουσιάζει μια άλλη προοπτική, η οποία είναι αδύνατον να υπάρχει στον άνθρωπο, εφόσον ο ίδιος δεν έχει αναγάγει την ύπαρξή του στο θείο.
Η ελευθερία του ανθρώπου είναι καρπός της σχέσης με το Θεό, που απελευθερώνει από την εξάρτηση με το φυσικό σώμα και τις ανάγκες του. Φυσικά, η σχέση αυτή αποδεικνύεται έμπρακτα δια μέσω της σχέσης με τους άλλους.
Αυτό σημαίνει ότι κάθε άλλη σχέση ως προς τα πράγματα και τα πρόσωπα καθορίζεται από έναν ανώτερο προσανατολισμό ζωής. Ο άνθρωπος τότε δεν είναι κτητικός. Θεωρεί ότι τίποτε δεν του ανήκει. Αυτό γίνεται ένας σταθμός και μια αφετηρία καθώς αξιώνει τα πάντα από τον εαυτό του. Εντρυφεί σ’ αυτήν την παιδεία και προχωρά στην αυτογνωσία του, η οποία του ανοίγει ορίζοντες μεταφυσικούς.
Αλκμήνη Κογγίδου, Ποιήτρια-δοκιμιογράφος.